- απονύχτερος
- -η, -ο1. αυτός που περνά τη νύχτα έξω από το σπίτι, ξενύχτης2. αυτός που γίνεται αργά τη νύχτα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απονύχτερος — η, ο αυτός που τον έπιασε η νύχτα μακριά από το σπίτι του: Είχαν ανησυχήσει το βράδυ στο σπίτι, γιατί πρώτη φορά έμενε απονύχτερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)